- βυρωνιστής
- οθηλ. βυρωνίστρια οπαδός και θαυμαστής του Βύρωνα (λόρδου Μπάιρον).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.